- ἐπημύω
- ἐπημύ̱ω , ἐπημύωbendpres subj act 1st sgἐπημύ̱ω , ἐπημύωbendpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επημύω — ἐπημύω (Α) γέρνω, λυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ημύω «κάμπτω, λυγίζω»] … Dictionary of Greek
ἐπημύει — ἐπημύ̱ει , ἐπημύω bend pres ind mp 2nd sg ἐπημύ̱ει , ἐπημύω bend pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπημύειν — ἐπημύ̱ειν , ἐπημύω bend pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπημύσαντες — ἐπημύ̱σαντες , ἐπημύω bend aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)